- τρίψιμο
- τοη ενέργεια του ρ. τρίβω με όλες τις σημασίες του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρίψιμο — το / τρίψιμον, ΝΜ νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρίβω, μεταβολή στερεού σε σκόνη («το τρίψιμο τού πιπεριού») 2. τριβή («με το τρίψιμο παράγεται θερμότητα») 3. φθορά που οφείλεται σε συνεχή τριβή («το τρίψιμο τού μανικιού τής μπλούζας») 4. θεραπευτική … Dictionary of Greek
έκτριμμα — το (AM ἔκτριμμα) 1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο 2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο αρχ. ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον … Dictionary of Greek
εκτρίβω — (AM ἐκτρίβω) 1. βγάζω ή παράγω κάτι με ισχυρό τρίψιμο 2. τρίβοντας αποβάλλω κάτι από μια επιφάνεια, καθαρίζω με τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω αρχ. 1. παροξύνω 2. κατασυντρίβω, εξαφανίζω εντελώς 3. φθείρω, κατατρίβω 4. φθείρω με την τριβή, ξεφλουδίζω … Dictionary of Greek
εντριβή — η 1. η ενέργεια τού εντρίβω, τρίψιμο 2. ιατρ. το τρίψιμο τού δέρματος, με την παλάμη ή με ειδικό όργανο, για να προκληθεί υπεραιμία ή να απορροφηθεί φαρμακευτική ή άλλη ουσία 3. συνεκδ. η αλοιφή ή το υγρό που χρησιμοποιείται για τρίψιμο … Dictionary of Greek
παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… … Dictionary of Greek
τρίφτης — ο 1. εργαλείο για τρίψιμο, λίμα, ράσπα. 2. μαγειρικό σκεύος με τρύπες και αιχμηρά χείλη σ αυτές για τρίψιμο τυριού, ντομάτας, φρούτων κτλ.: Πέρασε το κυδώνι στον τρίφτη και έκανε γλυκό. 3. υπάλληλος που τρίβει τα σώματα σε δημόσια λουτρά: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
άκνηστις — ἄκνηστις (ιος), η (Α) η σπονδυλική στήλη τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό τής λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατ’ ἄκνηστιν δηλ. ο ορθός τ. τής λ. είναι κνῆστις* «μαχαίρι για το τρίψιμο τού τυριού, ξύστρα».… … Dictionary of Greek
έγχρισις — ἔγχρισις, η (Α) 1. χρίση, τρίψιμο 2. ελαφρό τραύμα, αμυχή … Dictionary of Greek
ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος … Dictionary of Greek